- συγκαθαρεύω
- συγκᾰθᾰρεύω,A to be pure (
καθαρός 1.5b
) along with, Eust.143.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθαρός 1.5b
) along with, Eust.143.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκαθαρεύω — Μ 1. είμαι επίσης καθαρός 2. (για γραμμ. τ.) ανήκω επίσης στη δόκιμη γλώσσα («καθαρεύοντι τῷ ἐνεστώτι συγκαθαρεύειν καὶ τὸν μέσον παρακείμενον», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθαρεύω «είμαι καθαρός, είμαι ακριβής στη γλώσσα» (< καθαρός)] … Dictionary of Greek
συγκαθαρεύειν — συγκαθαρεύω to be pure pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)